Τα
πλαστικά έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι
της καθημερινότητάς μας, λίγο περισσότερο
από έναν αιώνα από την πρώτη τους
εμφάνιση. Το 1907 εφευρέθηκε το πρώτο
πλαστικό μαζικής παραγωγής. Η καινοτομία
του Βέλγου επιστήμονα Λέο Μπέκλαντ ήρθε
να αντικαταστήσει υλικά όπως ο χάλυβας,
το ξύλο, το χαρτί, το βαμβάκι, ως υλικό
διαφόρων κατασκευών, συσκευασιών και
ενδυμάτων. Το εύκολα επεξεργάσιμο υλικό
με ποικίλα χαρακτηριστικά αντοχής,
σκληρότητας, ευκαμψίας, διαφάνειας, που
μπορεί ο κατασκευαστής να του προσδώσει
κατά το δοκούν, κυριάρχησε ταχύτατα στη
βιομηχανική παραγωγή προϊόντων. Η
παραγωγή πλαστικών έφτασε το 1950 να
βρίσκεται στους 1,5 εκατομμύρια τόνους,
το 1989 στους 100 εκατομμύρια τόνους και
μόλις πριν δύο χρόνια στους 350 εκατομμύρια
τόνους!
Πολύ γρήγορα όμως
η παρουσία των πλαστικών επιβάρυνε το
φυσικό περιβάλλον, ως ένας μείζων
μολυσματικός παράγοντας. Οι οργανισμοί
που αποσυνθέτουν την ύλη δεν διαθέτουν
τα φυσικά εργαλεία για να διαλύσουν τις
πλαστικές ύλες . Τούτο συμβαίνει διότι
το πλαστικό έχει ως πρώτη ύλη το πετρέλαιο
και κατά τη διαδικασία παραγωγής του,
μεμονωμένα χημικά στοιχεία του δημιουργούν
τους ισχυρότερους δεσμούς άνθρακα που
μπορεί κανείς να συναντήσει στο
περιβάλλον.
Από την άλλη, η
πλειοψηφία των πλαστικών αντικειμένων
δημιουργήθηκε για να είναι μίας χρήσης
και έπειτα να πετάγεται, καταλαμβάνοντας
πλέον την πρώτη θέση μεταξύ των
απορριμμάτων και δημιουργώντας ένα από
τα μεγαλύτερα διαχειριστικά προβλήματα
της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Πάνω από 6 δισεκατομμύρια
τόνοι πλαστικών αποβλήτων επιβαρύνουν
τη φύση από το 1950 μέχρι και σήμερα. Μόλις
το 9% της ποσότητας αυτή έχει ανακυκλωθεί
και το 12% έχει καεί, με τον υπόλοιπο
δυσθεώρητο όγκο αυτών να βρίσκεται σε
χώρους υγειονομικής ταφής. Επιπλέον,
τεράστια είναι η διαφυγή αυτών των
πλαστικών αποβλήτων προς τις θάλασσες.
Μέχρι το 2030 και με δεδομένο πως η παραγωγή
πλαστικών εξακολουθεί να αυξάνεται
ετησίως με ρυθμό 4%, τα πλαστικά απορρίμματα
στο θαλάσσιο περιβάλλον αναμένεται να
φτάσουν τους 300 εκατομμύρια τόνους που
θα συσσωρεύονται και θα μετακινούνται
διαρκώς μέσω των ωκεάνιων ρευμάτων. Οι
ποσότητες αυτές είναι σχεδόν αδύνατον
να ανακτηθούν και είναι υπεύθυνες για
τον θάνατο χιλιάδων θαλάσσιων πλασμάτων
κάθε χρόνο. Ο πιο θανάσιμος κίνδυνος
για πολλά θαλάσσια ζώα είναι οι πλαστικές
σακούλες. Η ομοιότητά τους μέσα στο νερό
με μέδουσες, προσελκύει θηρευτές (μεγάλα
ψάρια, θαλάσσιες χελώνες κ.ά.) που τις
τρώνε, με αποτέλεσμα να βρίσκουν τον
θάνατο από πνιγμό, δηλητηρίαση ή εντερική
απόφραξη. Εκτιμάται πως σχεδόν το 50% των
απορριμμάτων στις ελληνικές θάλασσες
είναι πλαστικές σακούλες.
Η
πλαστική σακούλα, όπως και άλλα βέβαια
πλαστικά, διασπάται μέσα στο νερό σε
χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια που
μπορούν να εισέλθουν στους ζωντανούς
οργανισμούς, χωρίς να γίνουν αντιληπτά.
Ίσως το 25% των ψαριών της ανοικτής
θάλασσας να φέρει μέσα του ποσότητες
μικροπλαστικών.
Τα μικροπλαστικά,
όρος που καθιερώθηκε από τον καθηγητή
θαλάσσιας βιολογίας του Πανεπιστημίου
του Πλίμουθ Ρίτσαρντ Τόμσον, εκτός από
τις θάλασσες, κατακλύζουν και το σύνολο
του υδροφόρου ορίζοντα. Αυτό που δεν
πρέπει να μας διαφεύγει είναι πως η
ρύπανση των εδαφών από πλαστικά είναι
σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από
εκείνη στις θάλασσες. Το ενδιαφέρον
στοιχείο, επίσης, είναι πως οι μεγαλύτερες
πηγές μικροπλαστικών αποτελούν τα
ελαστικά συνθετικού καουτσούκ και οι
πλαστικές ίνες των πολυεστερικών και
νάιλον ρούχων που απελευθερώνονται
κατά την πλύση τους. Έτσι, άνθρωποι και
ζώα, με το νερό και την τροφή τους, χωρίς
να το γνωρίζουν, λαμβάνουν ποσότητες
μικροπλαστικών, με άγνωστες ακόμη τις
επιπτώσεις για την υγεία τους στο μέλλον.
Όσο η πλαστική
ρύπανση σε ξηρά και θάλασσα εξακολουθεί,
τόσο πιο δυσοίωνα θα είναι τα μηνύματα.
Τα παραγόμενα πλαστικά απορρίμματα
εκτιμάται πως θα αυξάνονται με ρυθμό
μεγαλύτερο από την ανθρώπινη δυνατότητα
τεχνικής διαχείρισής τους. Σχεδόν το
40% των απορριμμάτων παγκοσμίως είναι
ανεξέλεγκτο λόγω του χαμηλού ρυθμού
συλλογής, διαχωρισμού και ανακύκλωσής
του. Τα υπάρχοντα συστήματα ανακύκλωσης
αντιμετωπίζουν ακόμη δυσκολίες ως προς
τον διαχωρισμό και συλλογή καλής
ποιότητας πλαστικών, καθαρών και χωρίς
προσμίξεις, γεγονός που αυξάνει έτσι
το κόστος λειτουργίας τους. Η Ελλάδα
μάλιστα βρίσκεται σε μια από τις
τελευταίες θέσεις σε ποσοστά ανακύκλωσης
στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς εξακολουθεί
να θάβει το μεγαλύτερο μέρος των πλαστικών
απορριμμάτων της. Το πρόβλημα όμως είναι
παγκόσμιο και οι προτεινόμενες λύσεις,
για να είναι αποτελεσματικές, οφείλουν
να έχουν μια συνολική, οικουμενική,
προσέγγιση.
Προς την κατεύθυνση
της συνολικής αντιμετώπισης του ζητήματος
κινείται η συμφωνία που επιτεύχθηκε
στα μέσα Μαρτίου του 2019, μετά από μακρές
συνεννοήσεις μεταξύ των 170 χωρών της
Συνελεύσεως του ΟΗΕ, στο Ναϊρόμπι της
Κένυας. Στόχος της συμφωνίας είναι η
παγκόσμια μείωση παραγωγής/κατανάλωσης
πλαστικών μιας χρήσης μέχρι το 2030. Ήδη,
πάνω από 35 χώρες του κόσμου (μεταξύ των
οποίων η Γαλλία και η Ιταλία), έχουν
απαγορεύσει τη χρήση πλαστικής σακούλας
μεταφοράς.
Η επάρκεια τέτοιων
μέτρων θα κριθεί εκ των αποτελεσμάτων,
που είναι ανάγκη όμως, άμεσα, να αρχίσουν
να γίνονται ορατά. Στο μέτρο και το βαθμό
που αναλογεί, την ευθύνη για τη μείωση
της πλαστικής ρύπανσης οφείλουν να
πάρουν οι κυβερνήσεις των κρατών, οι
βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις, οι
εμπλεκόμενοι στις δομές διαχείρισης
των απορριμμάτων αλλά και οι ίδιοι οι
πολίτες του κόσμου, που με τις καταναλωτικές
συνήθειές τους μπορούν να καθορίσουν
την πορεία των πραγμάτων. Στόχος αποτελεί
η μείωση στη χρήση πρωτογενών πλαστικών,
η διαμόρφωση μιας κουλτούρας
επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης
των πλαστικών που ολοκληρώνουν τον
χρηστικό κύκλο τους και κυρίως, η μηδενική
διαρροή πλαστικών στη φύση.
Το πόσο έγκαιρα
έχουμε δράσει θα φανεί σύντομα. Το πόσο
αποτελεσματικά, θα κριθεί από το βαθμό
κατανόησης και ενσυνείδητης δράσης από
το σύνολο της ανθρωπότητας.