Το
1896, ανατολικά του Αμαρουσίου, στην
περιοχή που σήμερα ονομάζεται Σωρός,
ανασκάφηκαν δύο τύμβοι από τον σπουδαίο
αρχαιολόγο Βαλέριο Στάη (1857-1923). Στο
ενεργητικό του αρχαιολόγου περιλαμβάνονται
πάμπολλες ανασκαφές, όπως στον τύμβο
του Μαραθώνα, στην Επίδαυρο, στο Ραμνούντα,
στη Θεσσαλία, την Αργολίδα και αλλού. Ο
Στάης είναι το πρόσωπο που αντιλήφθηκε
την τεράστια αξία ενός ευρήματος, στο
οποίο δεν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή κατά
την πρώτη ιστορικά ενάλιο αρχαιολογική
ανασκαφή στα Αντικύθηρα. Πρόκειται για
τον περίφημο Μηχανισμό των Αντικυθήρων,
την αρχαιότερη υπολογιστική μηχανή που
χρονολογείται στα μέσα ως τα τέλη του
2ου αιώνα π.Χ.
Στο
Μαρούσι λοιπόν, ο Στάης ανάσκαψε έναν
μεγάλο και ένα μικρό τύμβο, δύο "σωρούς".
Οι τύμβοι, που τοποθετούνται χρονικά
γύρω στα μέσα του 14ου αι. π.Χ., δυστυχώς
στις ημέρες μας δεν έχουν διασωθεί. Η
τοπική παράδοση συνδέει την ύπαρξη των
δύο τύμβων με τον ενταφιασμό των πεσόντων
από το αρχαίο Άθμονον (όπως ονομαζότανε
το Μαρούσι) που συνέδραμαν τον μυθικό
βασιλιά της Αθήνας Θησέα στην προσπάθειά
του να διατηρήσει το θρόνο του από τους
σφετεριστές.
Το
Άθμονον αποτελούσε έναν από τους δώδεκα
αρχαίους αυτόνομους δήμους της Αττικής
και ανήκε στην Κεκροπίδα φυλή, όπως
όρισε ο μυθικός ιδρυτής της πρώτης πόλης
των Αθηνών, Κέκροπας. Διάδοχος του
Κέκροπα ήταν ο Πανδίων ο οποίος όμως
αναγκάστηκε να καταφύγει στα Μέγαρα,
λόγω στάσης εναντίον του από τους γιους
του Μητίονα. Στα Μέγαρα, ο Πανδίων
παντρεύτηκε την Πυλία, κόρη του βασιλιά
Πύλα, απέκτησε τέσσερις γιους και ανέβηκε
και στο θρόνο της πόλης, όπου και παρέμεινε
μέχρι το θάνατό του. Τα τέσσερα αδέλφια,
ο Αιγέας, ο Πάλλας, ο Νίσος και ο Λύκος,
μετά το θάνατο του πατέρα τους, εκστράτευσαν
με επιτυχία κατά της Αθήνας, επανέκτησαν
την εξουσία και διαμοιράστηκαν τα εδάφη
της Αττικής.
Ο Αιγέας, ως πρωτότοκος, πήρε το μεγαλύτερο κομμάτι της Αττικής και ανέβηκε στο θρόνο της Αθήνας. Ο Αιγέας όσο δεν αποκτούσε άρρενα διάδοχο έδινε όλο και μεγαλύτερο δικαίωμα διαδοχής στο θρόνο στην οικογένεια του Πάλλαντα που είχε αποκτήσει πενήντα γιούς και κατείχε την μεγαλύτερη έκταση της νότιας Αττικής (συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής Παλλήνης).
Το
γεγονός που δεν γνώριζαν οι Παλλαντίδες,
ήταν πως ο Αιγέας, μετά από μια νύχτα
πάθους με την βασιλοπούλα Αίθρα στο
παλάτι του Πιτθέα της Τροιζήνας, απέκτησε
τον Θησέα, τον κατεξοχήν ήρωα της Αττικής,
συμμετρικό του δωρικού ήρωα Ηρακλή. Τα
σύντομα σημειώματα του Απολλόδωρου και
του Διόδωρου, αλλά κυρίως ο Βίος
του
Θησέα
που συνέγραψε ο Πλούταρχος, μας δίνουν
την εικόνα του μυθικού ήρωα. Ο Θησέας,
με εντολή του Αιγέα, μέχρι να ενηλικιωθεί
έμενε κρυπτόμενος στην Τροιζήνα κοντά
στη μητέρα του, λόγω του θανάσιμου
κινδύνου από τους Παλλαντίδες. Κατά την
αναγνώριση από τον πατέρα του στην
Αθήνα, έπειτα από την περιπετειώδη
πορεία δια μέσω του Ισθμού και τα θαυμαστά
κατορθώματα του Θησέα εναντίον ληστών
και τεράτων, οι Παλλαντίδες αντιδράσανε.
Η αμφισβήτηση όμως της νομιμότητας του
Θησέα από μεριάς τους, ήταν μάταιη.
Πίστευαν πάντως πως ο Θησέας δεν θα
επέστρεφε ποτέ από την Κρήτη. Όμως ο
Θησέας επέστρεψε ζωντανός και θριαμβευτής.
Η
μόνη οδός που έμενε για τους γιούς του
Πάλλαντα, ήταν αυτή της βίαιης κατάληψης
του θρόνου της Αθήνας. Το σχέδιο δράσης
του πραξικοπήματος προέβλεπε την ύπαρξη
δύο ομάδων κρούσης. Η μία με επικεφαλής
τον Πάλλαντα θα βάδιζε κατά της Αθήνας
από τη μεριά του Σφηττού (σημερινού
Υμηττού) και η άλλη θα έστηνε ενέδρα στο
Γαργηττό (σημερινού Γέρακα του δήμου
Παλλήνης). Έτσι, με τον τρόπο αυτό θα
περικύκλωναν και θα εξολόθρευαν τον
Θησέα και τους συμπολεμιστές του. Το
σχέδιο όμως τον σφετεριστών αποκάλυψε
στον Θησέα ο Λέως, ένας κήρυκας από τον
αρχαίο δήμο του Αγνούντα, όμορο του
αρχαίου δήμου Παλλήνης.
Ο
Θησέας ζήτησε τη βοήθεια των κατοίκων
της Αττικής για να υποτάξει τους
επικίνδυνους αντιπάλους του. Η αίγλη
του ήρωα από τα πάμπολλα θρυλικά
κατορθώματά του ώθησε και τους κατοίκους
από το Άθμονον να τον ενισχύσουν
σημαντικά. Σε πλεονεκτική θέση ο Θησέας,
γνωρίζοντας τα σχέδια των αντιπάλων
του, εξόντωσε τον Πάλλαντα και όλους
τους γιούς του, σύμφωνα με μια πτυχή του
μύθου. Ο Πλούταρχος, από την άλλη, μας
παραθέτει πως ο Θησέας επιτέθηκε και
συνέτριψε μόνο τους Παλλαντίδες που
ενέδρευαν στο Γαργηττού ενώ οι υπόλοιποι,
από τη μεριά του Σφηττού, σκόρπισαν
πανικόβλητοι.
Η
σφοδρή μάχη άφησε πολλά θύματα και από
τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, όπως μας
φανερώνει η παράδοση κατά την οποία
στους τύμβους του Αμαρουσίου ενταφιάσθηκαν
οι πεσόντες Αθμονείς που πολέμησαν πλάι
στον Θησέα. Ο μύθος μαρτυρά την βαθιά
αίσθηση πολιτικής ορθότητας και
δικαιοσύνης των κατοίκων της Αττικής,
συνδέει την ιωνική καταγωγή τους με το
πρόσωπο του Θησέα και φανερώνει τους
ισχυρούς δεσμούς των δήμων σε όλη την
έκταση της Αττικής.
Στον
απόηχο του μύθου, οι Αθμονείς, αρκετά
χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της
Αθήνας, αισθάνονται και οι ίδιοι πως η
υπόθεση αφορά άμεσα τις ζωές τους, τους
αγγίζει και τους προσδιορίζει. Σε στιγμές
που η ανάγκη υπερβαίνει την ίδια τη ζωή,
έχουν το θάρρος και τη γενναιότητα.
Γνωρίζουν που βρίσκεται το δίκαιο και
πως πρέπει να το πράξουν.
Πηγές:
Αμαλία Μεγαπάνου, Πρόσωπα και άλλα κύρια ονόματα, Εκδόσεις Έναστρον, Αθήνα 2006