Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Ο γάμος. Διήγημα της Ηρώς Σκάρου





                                                                                                                                                                                Εικ.1


Θα ’μουνα εννιά χρονών. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι που πήγα μόνη με τον παππού και τη γιαγιά στο νησί.  Κι ο λόγος που μ’ άφησε η μάνα μου, ήταν για ν’ αλαφρύνει λίγο τη στεναχώρια μου. Οι καστανές μου μπούκλες είχαν κοπεί για ν’ απομακρύνουν τις ψείρες, που αντιστέκονταν στις αλλεπάλληλες επιθέσεις οινοπνεύματος, μαγιονέζας και μηλόξυδου. Για μέρες είχα κλειστεί στο δωμάτιό μου κι αρνούμουν να δω άνθρωπο. 
Αρχές Ιουλίου, φόρεσα ένα από τα τζόκεϊ του αδελφού μου και φύγαμε. Πρώτα μια βδομάδα σε πανσιόν των λουτρών για τ’ αρθριτικά της γιαγιάς κι έπειτα στο σπίτι του χωριού. Οι φίλοι μου είχαν ενημερωθεί τηλεφωνικά με το που κλείστηκαν τα εισιτήρια. Η Φιλιώ, ο Παντελής και η Αληθινή. Αυτούς τους τρεις ξεχώριζα απ’ την υπόλοιπη παρέα. Ήταν τα σπίτια τους στη γειτονιά κι ήμασταν όλη μέρα μαζί.
Δικό μου δωμάτιο δεν είχα, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. «Σπίτι όσο να χωρείς και τόπον όσο να θωρείς» θυμάμαι τον παππού μου να λέει ξαπλωμένος στο σιδερένιο κρεβάτι της αυλής που έψαχνε να βρει τα πατήματά του ανάμεσα σε στοιχισμένα βότσαλα. Κι εγώ προσπαθούσα να στριμωχτώ πλάι του τα μεσημέρια κάτω απ’ τον ίσκιο της λεμονιάς και δεν σηκωνόμουν παρά μόνο όταν η γιαγιά γκρίνιαζε ότι σε λίγο θα φτάνανε μουσαφιραίοι κι έπρεπε να σκουπίσουμε την πεζούλα για να καθίσουν.





                                                                                                                Εικ.2 

«Καφέ να κάμω;» ρωτούσε τον παππού που άλλαζε πλευρό.
«Ε, άμε, κάμε» της έλεγε, κι έτρεχα κι εγώ μαζί της να της θυμίσω να βάλει βύσσινο για μένα.
Λίγο μου έβαζε. Δεν ξεχνούσε μια χρονιά που έφαγα κρυφά όλο το γλυκό κι ύστερα έπεσα στον σοφά και νόμιζα πως θα πεθάνω.
«Τι έπαθε το μικιό στα καλά καθούμενα;»
«Ματιασμένο θα ‘ναι» αποφάνθηκε η Κυρανιώ , η γιαγιά της Φιλιώς. «Μου ’πε η εγγόνα μου πως επεράσανε απ’ της Σταυροφρύδας».
«Άχου, αυτή ξεραίνει και πεύκο» είπε η γιαγιά που είχε ήδη πιάσει ένα κορδόνι και μετρούσε τη μέση μου. Εγώ είχα φοβηθεί πως θα καταλάβαινε την πρησμένη μου κοιλιά  όμως εκείνη ήταν απασχολημένη ν’ απαγγέλει ξόρκια. Όταν με ξαναμέτρησε και το κορδόνι βγήκε ίδιο, έπιασε να ρίχνει σταγόνες λάδι σε νερό. Όλα αυτά μέχρι να βρουν το άδειο βάζο. Με είχε σώσει τότε ο Παντελής που ερχόταν κάθε λίγο και λιγάκι να ζητήσει ζάχαρη ή καφέ που είχε σωθεί στο σπίτι του.
«Εγώ το ήφαα» είχε δηλώσει με αυτοθυσία κερδίζοντας την καρδιά μου για πάντα.
Εκείνο το καλοκαίρι όμως, ο αγαπημένος μου δεν έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον. Δεν ξέρω αν έφταιγε που εγώ έμοιαζα περισσότερο με αγόρι ή που η Αληθινή ομόρφαινε περισσότερο απ’ όλα τα κορίτσια του χωριού. Ενάμιση χρόνο μεγαλύτερη από μένα και τη Φιλιώ, είχε αρχίσει ν’ αλλάζει. Όταν ξεκινούσαμε τις πατητές εκείνη έβγαινε στην ακτή και ξάπλωνε κάτω από τ’ αρμυρίκια. Τις φορές που πηγαίναμε να μαζέψουμε πατελίδια εκείνη καθόταν με το ψάθινο καπέλο της στον βράχο και διάβαζε. Όποτε κυνηγάγαμε βατράχια θυμόταν ότι έπρεπε να κάνει ένα θέλημα. Με λευκό δέρμα και περιποιημένα ξανθά μαλλιά ξεχώριζε απ’ τις υπόλοιπες που καθώς περνούσε το καλοκαίρι όλο και σκουραίναμε. Στα πανηγύρια εκείνη έφτανε τους ώμους των μεγάλων για τον χορό, ενώ εμένα και τη Φιλιώ μας διώχνανε.
«Να κάμετε δικό σας κύκλο για μικρά!»
Στο μόνο που μοιάζαμε ακόμα ήταν η λαχτάρα για γλυκά. Φυλάγαμε τα ξυλάκια από τα παγωτά  και κάθε τόσο τα μετράγαμε να δούμε ποια έχει φάει τα περισσότερα. Και το βύσσινο που έφτιαχνε η γιαγιά μου ήταν και δική της αδυναμία.
Κάποια παιχνίδια ωστόσο τα παίζαμε όλοι μαζί. Ένα απ’ αυτά ήταν ‘ο γάμος’. Απλοί κανόνες. Παντρευόμασταν μεταξύ μας. Αφού αποφασιζόταν ποιος θα πάρει ποιον άρχιζαν οι προετοιμασίες. Φτιάχναμε στέφανα από κληματόβεργες, μαζεύαμε λουλούδια για την ανθοδέσμη της νύφης και παίρναμε κρυφά από το σπίτι γλυκά, δώρα στο νέο ζευγάρι. Ο γάμος γινόταν πίσω από το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Είχαμε κι ένα παλιό ευαγγέλιο και κάτι διάβαζε αυτός που έκανε τον παπά. Εγώ είχα ήδη κάνει την κουμπάρα μερικές φορές και περίμενα να γίνω νύφη. Ήλπιζα φυσικά να πάρω άντρα μου τον Παντελή. Το καλοκαίρι όμως έφτανε στο τέλος του κι είχα αρχίσει ν’ απελπίζομαι. Σχεδόν όλες είχαν παντρευτεί τουλάχιστον μία φορά κι εμένα κανείς δεν ερχόταν να με ζητήσει. Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν πως ούτε η Αληθινή είχε γίνει ακόμη νύφη. Εν τω μεταξύ πρόβαρα κάθε τόσο λευκές κορδέλες στα μαλλιά μου που είχαν αρχίσει κάπως να μακραίνουν. Είχα κρύψει κι ένα ξεχασμένο κραγιόν της θείας μου κάτω απ’ το στρώμα του σοφά κι ονειρευόμουν τη μεγάλη μέρα. Μέχρι που με ξύπνησε ένα πρωινό η Φιλιώ και μου ‘πε πως ο Παντελής θα πήγαινε το απόγευμα να ζητήσει την Αληθινή για γυναίκα του. Αυτό δεν θα το επέτρεπα. Είχα λίγο χρόνο να σκεφτώ. Εκείνη τη μέρα είχαμε άλλο γάμο να κάνουμε, οπότε ο δικός τους θα γινόταν την επόμενη. Πήγα λοιπόν το μεσημέρι από το σπίτι της Αληθινής μ’ ένα βάζο βύσσινο στον σάκο μου. Ήταν το δώρο μου για το ζευγάρι της μέρας. Της ζήτησα να πάμε μαζί μέχρι τον Προφήτη Ηλία και να τ’ αφήσουμε εκεί γιατί δεν ήξερα που να το κρύψω . Όταν φτάσαμε και καθίσαμε να ξεκουραστούμε, έβγαλα δυο κουταλάκια και της πρότεινα να δοκιμάσουμε. «Είναι το φετινό» της είπα. «Η γιαγιά το ‘χε καλά φυλαγμένο».
Δεν ήθελε πολύ το βάζο για ν’ αδειάσει, εγώ όμως έπαιρνα μικρές κουταλιές, ίσα-ίσα ένα βύσσινο τη φορά. Η αντίζηλός μου έφαγε το περισσότερο. Στην επιστροφή, της έπιασα την κουβέντα κι ούτε κατάλαβε πως περάσαμε έξω απ’ το σπίτι της Σταυροφρύδας. Εκεί έβαλα και μια φωνή «Άχου τι πάθαμε» για να σιγουρευτώ ότι η ματιάστρα θα έβγαινε στην αυλή για να μας δει.





                                  Εικ.3 


Το απόγευμα η Αληθινή ήταν στο κρεβάτι της με τις γιαγιάδες να την μετράνε με σκοινιά κι εγώ στην αυλή της να περιμένω τον γαμπρό.
«Πού είναι το Αληθινιώ;» ρώτησε με το που με είδε.
«Μέσα είναι, ξαπλωμένη».
«Τέτοια ώρα;»
«Ό,τι ώρα θέλει ξαπλώνει. Λογαριασμό θα σου δώσει;»
Ο Παντελής με κοιτούσε σκεφτικός.
«Δεν θα φύγεις;»
«Όχι, να εδωνά α κάτσω και α περιμένω».
Ο Παντελής κάθισε στην πεζούλα κι έβαλε το κεφάλι στις παλάμες του. Φαινόταν απελπισμένος και ίσως να τον λυπήθηκα - ή μάλλον όχι.
«Γλυκό; Έχει βύσσινο. Φετινό» του πρότεινα.
«Μπαααα, εν έχω όρεξη...»
«Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, τι τη θες;» ρώτησα.
«Αμ’ ήρτα να τη ζητήσω».
«Έχασες. Είναι άρρωστη».
Ο Παντελής πετάχτηκε πάνω σαν γάτης.
«Κι εγώ τι α κάμω τώρα;» αναρωτήθηκε κοιτώντας ψηλά, ζητώντας ίσως βοήθεια απ’ τα ουράνια.
Ήταν η ευκαιρία μου.
«Ε, ζήτα εμένα» του είπα τάχα αδιάφορα.
Ο Παντελής με κοίταξε από πάνω ως κάτω. Δεν ξέρω αν του άρεσα λιγάκι ή αν απλά δεν θα ’παιρνε το ρίσκο να τελειώσει το καλοκαίρι του ανύπαντρος.
«Ε, ας είσαι κι εσύ» μου απάντησε.
Κι έτσι, την επόμενη μέρα, έγινα γυναίκα του με δόξα και τιμή. Όταν πήγα μετά να δω την Αληθινή, της έδωσα την ανθοδέσμη. Ήταν τώρα ελεύθερη, αν ήθελε, να παντρευτεί κι εκείνη.







                                                                                                     Εικ.4



Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Ηρώ Σκάρου κατάγεται από την Ικαρία. Μεγάλωσε στη Σύρο και την Αθήνα. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει στο Μαρούσι. Όσο σπούδαζε φιλοσοφία έκανε μεταφράσεις και δίδασκε αγγλικά. Εργάστηκε ως κειμενογράφος και δημοσιογράφος. Μπήκε στον χώρο των πολυεθνικών με ένα μεταπτυχιακό στο μάρκετινγκ. Βγήκε με μια εκπαίδευση στη διδασκαλία της γιόγκα. Σήμερα διδάσκει και συνεχίζει να διδάσκεται. Διηγήματά της έχουν εκδοθεί σε συλλογικούς τόμους. Από τις εκδόσεις Γκοβόστη κυκλοφορεί το βιβλίο της ‘Μια Χαρά Είναι’.






Εικόνες / Ζωγραφικοί πίνακες:

Εικ.1  : Μίμης Βιτσώρης, Λιμανάκι, π.1930
Εικ.2 :  Εμμανουήλ Ζέπος, Τοπίο με σπίτια και γυναικεία μορφή, 1930
Εικ.3 :  Γιάννης Μαλτέζος, Μορφή, 1974, λεπτομέρεια πίνακα, Εθνική Πινακοθήκη
Εικ.4 :  Κωνσταντίνος Παρθένης, Τοπίο με τρεις φιγούρες, 1935