Άφησα
πίσω μου τη μικρή αυλή του μοναστηριού του Ζωοδότου Χριστού. Δεν βρήκα την
όρεξη να ανάψω κερί στην εκκλησιά της Αγιά Σοφιάς. Έμεινα στη σιωπή του
περιβόλου και του μνήματος του πατέρα μου. Κοντοστάθηκα στην πύλη, ανάμεσα στις
τοιχογραφίες των γονιών του πρώτου δέσποτα του τόπου[1].
Είχα ακόμη πάνω μου δυο χρυσόβουλα να παραδώσω. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να κάνω
πάλι πίσω κατά το δίπατο παλάτι απέναντι ή να συνεχίσω τον ανήφορο για το
κάστρο από το καλντερίμι.
Εικ.1 Η Αγία Σοφία στον
Μυστρά
Το
πλήθος των οφικιαλίων σιγομουρμούριζε στην πλατεία, στο λιθόστρωτο πλάτωμα του
λόφου της καστροπολιτείας, μπροστά από το παλάτι που αγκάλιαζε σχεδόν σε ορθή
γωνία τις δύο της πλευρές. Η παρουσία μου είχε γίνει αντιληπτή. Γνώριζαν πως
δεν θα περιμένω μαζί τους στη σειρά για να μπω στην αίθουσα του θρόνου. Εκείνη
η μεγάλη ορθογώνια σάλα στο δεύτερο πάτωμα της νεότερης πτέρυγας του παλατιού,
με τα οξυκόρυφα παράθυρα και τα φινιστρίνια ψηλότερα, έμοιαζε να ανήκει σε
Λατίνο Δούκα παρά σε Ρωμιό Δεσπότη. Όμως τούτη την εποχή είχε ακόμη φως έξω για
να κλειστώ πίσω από τείχους. Η μέρα είχε μεγαλώσει αρκετά στα μέσα Απριλίου.
-
«Άρχοντα Λάσκαρη!»,
μια φωνή διέκοψε τις σκέψεις μου. Ένας άνδρας με μεταξένια υπόλευκη ενδυμασία
και πορφυρή ταινία γύρω του τυλιγμένη, με πλησίασε.
-
«Ας τα αφήσουμε τώρα αυτά! Μόνοι μας
είμαστε. Καλέ μου φίλε, Στέφανε! Τι κάνεις; Πως είσαι; Πόσα χρόνια έχουμε να
ιδωθούμε!
-
«Σχεδόν οκτώ χρόνια
έχουν περάσει, Ιωάννη. Από τότε που ο αυτοκράτορας με κάλεσε κοντά του στη
Βασιλεύουσα», απάντησα κάπως νωθρά.
-
«Ναι, μετά τον χαμό του πατέρα σου.
Δεν έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Μουράτ[3]
έξω από τα τείχη... Ήταν σωστή λαίλαπα.
Όμως από τότε φαίνεται να έχουμε συνέλθει. Τώρα για πες μου, ποια ευτυχής
συγκυρία σε φέρνει πίσω στον τόπο σου;»
-
«Έχω να παραδώσω δύο επιστολές από
τον αυτοκράτορα. Στον στρατιωτικό διοικητή και τον Δεσπότη»,
απάντησα.
-
Τότε είναι τιμή μου να σε συνοδεύσω μέχρι το κάστρο, καθώς και οι δυο αυτήν τη
στιγμή επιθεωρούν τις οχυρωματικές βελτιώσεις.
Εικ.3 Δρόμος του Μυστρά
Πήρα τον ανήφορο με τα πόδια από τη
στενωπό, ακολουθώντας τον άρχοντα Φραγκόπουλο. Το στενό λιθόστρωτο της Άνω
Χώρας δεν είχε την κίνηση των
δρόμων της Κάτω Χώρας, που είχα βρεθεί λίγες ώρες νωρίτερα, κατά το μεσημέρι.
Διαβάτες και καβαλάρηδες, έμποροι που με τα χέρια ρυμουλκούσαν τα καρότσια
τους, πραματευτάδες στις ισόγειες γωνιές των δίπατων σπιτιών με τις ελαφριές
δίρριχτες στέγες και αργόσχολοι να εμποδίζουν τα περάσματα των διαβατικών κάτω
από τις τοξοτές καμάρες των σπιτιών, δεν υπήρχαν εδώ. Μα ούτε κι ο συνωστισμός
της δεσποτικής οδού που περνά μπροστά από το παλάτι και ενώνει τις κύριες πύλες
του τείχους της Άνω Χώρας, την σιδερόφρακτη Πύλη τ΄ Αναπλιού και την Πύλη της
Μονοβασιάς. Η αλήθεια βέβαια είναι πως δεν θα γινόταν αλλιώς στον πλατύτερο
δρόμου του Μυστρά που όλος κι όλος σε πλάτος δεν ξεπερνά τα δώδεκα πόδια[4].
Στη διαδρομή, αποκρίθηκα σε όσα με
ρώτησε ο Φραγκόπουλος. Του μίλησα για το δύσκολο θαλάσσιο ταξίδι μιας εβδομάδας
καθώς και για τη φιλοξενία και την έφιππη συνοδεία που μου προσέφεραν οι
στρατιωτικοί διοικητές στη Μονοβασιά και το Γεράκι τις δύο προηγούμενες ημέρες.
Χωρίς να το καταλάβουμε είχαμε κάνει όλη την κοπιαστική ανάβαση από το στενό
δρομάκι και στεκόμασταν εμπρός από την καμαροσκέπαστη πύλη του κάστρου με τον
επιβλητικό τετράγωνο πύργο. Στον εξωτερικό περίβολο έστεκε ένα στρατιωτικό
άγημα, δίπλα στη στέρνα του κάστρου στη νοτιοανατολική γωνιά. Ο στρατιωτικός
διοικητής της πόλης και ο Δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος, συζητούσαν μόνοι τους
έξω από το δίδυμο ξωκλήσι του καταφυγίου, στον εσωτερικό περίβολο του
τελευταίου οχυρώματος, δίπλα στη μεγάλη πέτρινη οικία του διοικητή. Ο Δεσπότης
με ασπάστηκε και χωρίς πολλά τυπικά και χαιρετισμούς παρέδωσα σε αυτόν και τον
διοικητή τις αυτοκρατορικές επιστολές.
Το πρόσωπο του διοικητή έλαμψε από
υπερηφάνεια. Ήταν άλλωστε σπουδαίο για τον ίδιο να αναγνωρίζεται τόσο επίσημα η
πρωτοκαθεδρία του ανάμεσα στους άλλους διοικητές των κάστρων του Μοριά. Είχε
την ίδια έκφραση με τον μητροπολίτη όταν, νωρίτερα το μεσημέρι, καθήμενος στη
δροσερή σκιά της σκεπασμένης πτέρυγας του ναού του Αγίου Δημητρίου, μέσα στην
εσωτερική αυλή της Μητρόπολης στην Κάτω Χώρα, παράλαβε και διάβασε τη δική του
επιστολή με την παροχή νέων αυτοκρατορικών προνομίων. Η ίδια ικανοποίηση διαγράφηκε έπειτα και στο
ύφος του ηγούμενου όταν του παρέδωσα τη δική του επιστολή, καταμεσής του
μεγάλου αυλόγυρου της πολύβουης μονής Βροντοχίου. Τούτη η μονή πάντα μου
‘μοιαζε σαν πολιτεία μέσα στην πολιτεία·
με δυο εντυπωσιακές εκκλησιές,
πολυάριθμα κελιά, λουτρά, αποθήκες, μύλο και φούρνο, τραπεζαρία,
νοσοκομείο και δικό της κοιμητήριο.
Ο Δεσπότης, αντίθετα, διάβαζε
προβληματισμένος. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης, αδελφός και αίμα του, δεν παζάρευε
οφίκια για να τον έχει μαζί του. Οι στιγμές ήτανε δύσκολες και το τραύμα
ορθάνοικτο από τη σφαγή στη Θεσσαλονίκη και την απώλεια της πόλης από τον
σουλτάνο Μουράτ, την περασμένη άνοιξη.
-
«Πάμε καλύτερα. Έχω και να σου δείξω
το καμάρι μου. Ίσα που προλαβαίνουμε και τον εσπερινό»,
μου ψιθύρισε ο Φραγκόπουλος.
Εικ.7 Η Παντάνασσα
Πήραμε πάλι πίσω το στρατί μαζί με δυο
έμπιστους της φρουράς. Στην Αγιά Σοφιά κάναμε δεξιά και παρακάμψαμε τα παλάτια.
Πιάσαμε τη δεσποτική οδό, περάσαμε την μεγάλη κλειστή δεξαμενή με μια
λεοντοροκεφαλή για κρίνη[5]
και λίγο αργότερα περνούσαμε από την στενή πύλη της Μονοβασιάς με τον τετράγωνο
πύργο και τις πολεμίστρες. Αφήσαμε πίσω μας την οχύρωση της Άνω Χώρας και λίγο
αργότερα βρισκόμασταν μπροστά στο πλάτωμα της νεότευκτης μονής που δέσποζε από
κάθε μεριά και μου ‘χε κάνει εντύπωση από την Πύλη της στέρνας της Μαρμάρας,
σαν πέρασα το πρωινό τα τείχη, χαμηλά στην Κάτω Χώρα. Σε όλη τη διαδρομή ο
Φραγκόπουλος μου μιλούσε για την Παντάνασσα που λειτουργούσε για τρίτο χρόνο
τώρα. Ήταν αυτό το μοναστήρι που μου ‘χε γράψει με λόγια θερμά ο αδελφός του
πατέρα μου, ο Μανουήλ Λάσκαρης Χατζίκης. Ήτανε τέτοιος ο θαυμασμός για κείνη
την εκκλησιά που έγραψε πως από τον κτήτορα Φραγκόπουλο θα ζήταγε μια γωνιά
εκεί για να τον θάψουν.
Ώρα πολύ στη διαδρομή ο Φραγκόπουλος
μίλαγε για το σταυρόσχημο καθολικό με τους πέντε τρούλους και το κάτω εσωτερικό
που μοιάζει με βασιλική τριών κλιτών. Έπειτα το συνέκρινε με το όμοιό του, το
Αφεντικό στο Βροντόχι, που είχα νωρίτερα επισκεφτεί.
Την
ώρα του εσπερινού, επηρεασμένος, η σκέψη μου τριγύρναγε στο Βροντόχι. Όχι στο
Αφεντικό, μα στον μεγάλο οκταγωνικό τρούλο της άλλης εκκλησιάς, των Αγίων
Θεοδώρων. Κείνη που με την ελλαδίτικη αρχιτεκτονική κάτι μέσα μου κινούσε κι
είχα αντικρίσει τέτοιο σχέδιο όμοιο, μια φορά, στον Άγιο Νικόλαο στα Καμπιά της
Βοιωτίας.
Κι
αν τόσα και τόσα μου είπε ο πρωτοστράτορας για τον διάκοσμο, τη λεπτομέρεια και
την πολυχρωμία στη ζωγραφική, εμένα το βλέμμα έμενε σταθερό από πάνω μου, στη
Βαϊφόρο. Μια σκέψη μου γέννησε κι όλο κλωθογύριζε. Ποιόν άραγε σωτήρα να
πρόσμενε τούτος εδώ ο τόπος κι αν πριν εμφανιστεί, τον είχαμε ήδη πια
σταυρώσει...
Βράδυ πια, αποχαιρέτησα τον φίλο μου
Φραγκόπουλο. Ανυπομονούσα να βρεθώ στου θείου μου το αρχοντικό λίγο χαμηλότερα
στην Κάτω Χώρα. Να θυμηθώ ξανά τη μυρωδιά του σταριού στην ισόγεια αποθήκη. Να
πιω το νερό το δροσερό στη στέρνα του υπογείου και τη ζεστασιά να νιώσω στα
δώματα του ορόφου. Και το πρωί, λίγο πριν σύρω για την Γλαρέντζα, από τον
εξώστη να αντικρίσω τον αργυρό τον κάμπο· ίσως για στερνή φορά...
Εικ.11 Η οικία Λάσκαρη στον Μυστρά
Διήγημα του Β. Κ. Μπακάλη