Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Το Ψηφιδωτό και η τεχνική κατασκευής του

 


«Καλώς όρισες στον κόσμο του ψηφιδωτού… Ήχους θ΄ ακούς από το σπάσιμο της πέτρας, στα χέρια σου αίσθηση από ξεραμένο κουρασάνι και η μυρωδιά βρεγμένης γης θα σε ακολουθεί. Οι σκέψεις θα σε παίρνουν σε κόσμους μαγικούς, γιατί το βλέμμα σου θα πέφτει στις χρωματιστές ψηφίδες…»

                                                                  Γιάννης Κολέφας

 

Ψηφιδωτό είναι η εικόνα, το κόσμημα, που δημιουργείται από μικρά τεμάχια κυρίως φυσικής πέτρας  ή χρωματιστής υάλου (smalto), των οποίων η συνδετική ύλη ονομάζεται  κονίαμα. Το συναντούμε και ως μωσαϊκό, μουσαϊκό, ψηφοθέτημα  ή ψηφίδωμα. Ποικίλα ακόμα υλικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με την επιθυμία του κάθε δημιουργού, όπως βότσαλα, ημιπολύτιμες πέτρες (π.χ. φίλντισι), κεραμικά ενθέματα, κοράλλια.  

Η ιστορία του ψηφιδωτού είναι μακραίωνη και ξεκινάει ήδη από το 4.000 π.Χ στην Μεσοποταμία, με δείγματα δαπέδων από μικρούς κεραμικούς λίθους, ένθετους στο έδαφος και σε τοιχοποιίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι στήλες  της  πόλης Ουρούκ, διακοσμημένες  με γεωμετρικά μοτίβα από οπτούς και ασβεστολιθικούς κώνους, που έχουν πρότερα εμβαπτιστεί σε πολύχρωμες χρωστικές. Το ενδιάμεσο υλικό στερέωσης αυτών ήταν η πίσσα, μέσα στη οποία πιέζονταν οι λίθοι.  Πολύ εντυπωσιακή είναι και η χρήση ένθετων, διαφόρων μεγεθών, ψηφίων από λάπις λάζουλι (lapis lazouli) σε περιοχές της Κεντρικής Αμερικής την ίδια περίπου εποχή. Είναι τεχνική που συναντούμε κυρίως σε αγγεία, προσωπεία και ανθρώπινα κρανία.

Στην Ελλάδα, τα πρώτα βοτσαλωτά δάπεδα τα βρίσκουμε στην Όλυνθο (5ος αι. π.Χ) και  την Πέλλα (4ος αι. π.Χ). Με το περίφημο βοτσαλωτό έργο ‘ Κυνήγι της Ελάφου’ από την οικία της Αρπαγής της  Ελένης στην Πέλλα, το βοτσαλωτό φθάνει στους ελληνιστικούς χρόνους σε  αριστουργηματικά  επίπεδα, με πολύχρωμα βότσαλα διαφόρων μεγεθών να αποδίδουν τους όγκους και τις φωτοσκιάσεις σχεδόν ζωγραφικά.

Στην εποχή το αυτοκράτορα Ιουστινιανού τον 6ο αι μ.Χ  και αργότερα κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η τέχνη του ψηφιδωτού μας κληροδοτεί  μοναδικά και θαυμαστά θρησκευτικά έργα, τόσο στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα, όσο και σε πόλεις όπως η Ραβέννα της Ιταλίας. Το ψηφιδωτό μεταχειρίζεται σε μεγάλη έκταση το χρυσό κάμπο (φόντο με χρυσές ψηφίδες),  ως μέσο, αφενός επίδειξης του πλούτου της εποχής, αφετέρου δημιουργίας θρησκευτικού δέους μέσα από συνθέσεις απείρου φωτός και   μορφών που προβάλλουν αεικίνητες και μυστηριακές.

Στην δημιουργία ενός ψηφιδωτού έργου, σημαντικά είναι η επιλογή των κατάλληλων υλικών, που θα αποτελέσουν  τα εργαλεία έκφρασης του ιδεώδους του καλλιτέχνη (πέτρα, ύαλος, χρυσό, άργυρος), αλλά και η θέση στην οποία θα τοποθετηθεί το έργο, μιας και από αυτήν εξαρτάται το είδος του συνδετικού υλικού (κονιάματος) που θα χρησιμοποιηθεί, για να έχει το ψηφιδωτό τις απαραίτητες ιδιότητες και αντοχές.

Στα πρώτα στάδια εκμάθησης της ψηφιδωτής τέχνης, είναι πολύ βοηθητική η σχεδιαστική αποτύπωση της  σύνθεσης, στην οποία μπορούμε να σχεδιάσουμε τις ψηφίδες και να αριθμήσουμε τις χρωματικές μας επιλογές σε αυτές. Η κοπή των ψηφίδων γίνεται με  κόφτες χειρός (τανάλιες) ή μεγαλύτερους σταθερούς κόφτες, ειδικούς στην κοπή  λίθων και μαρμάρου. Παραδοσιακά, η κοπή των ψηφίδων γινόταν με σφυρί και κάθετη μεταλλική ακονισμένη λάμα, σταθεροποιημένη σε ξύλινη βάση, συνήθως  κορμό. Δύο είναι οι τρόποι τεχνικής κατασκευής των ψηφιδωτών, ο άμεσος και ο έμμεσος.

Στον άμεσο τρόπο, οι ψηφίδες τοποθετούνται κατευθείαν στο υλικό που αποτελεί το συνδετικό μέσο των ψηφίδων (κονίαμα) και το οποίο στρώνεται με μυστρί σε μία σταθερή επιφάνεια, που μπορεί να είναι από φύκια (heraklith), ξύλο ή ό,τι άλλο μας εξυπηρετεί. Εάν δεν επιθυμούμε την χρήση κονιάματος, μπορούμε να στερεώσουμε τις ψηφίδες μας με κόλλα κατευθείαν στο υποστήριγμα/ βάση.

Αφού τοποθετήσουμε ομοιόμορφα το κονίαμα στη βάση μας, ιχνογραφούμε επάνω σ’ αυτό το σχέδιο είτε χαράσσοντάς το, είτε με τη χρήση φύλλων καρμπόν. Η ψηφοθέτηση ξεκινάει από επάνω αριστερά, προς τα κάτω δεξιά, έτσι ώστε να έχουμε την ευχέρεια να βλέπουμε το ήδη καμωμένο τμήμα του έργου χωρίς να σκεπάζεται από  το χέρι μας. Εάν στη σύνθεσή μας έχουμε πρόσωπα και χέρια, ξεκινάμε από αυτά, διότι αποτελούν το κέντρο και τον οδηγό της όλης σύνθεσης. Οι ψηφίδες μας καλό είναι να ποικίλλουν σε μέγεθος και χρώμα, ώστε το έργο να διατηρεί μια ιδιαίτερη αίσθηση βάθους, φωτεινότητας και κίνησης.

Στην περίπτωση που τοποθετήσουμε κονίαμα, θα πρέπει να έχει ως βάση την άσβεστο και να βρέχεται μέσω ψεκασμού αρκετά συχνά, για να μην στεγνώσει. Η τεχνική αυτή απαιτεί αρκετή εμπειρία, ταχύτητα και γρήγορους χειρισμούς στην  τοποθέτηση των ψηφίδων, χωρίς τη δυνατότητα να γίνουν πολλές διορθώσεις, όταν  το κονίαμα στεγνώσει.

Η τεχνική του έμμεσου τρόπου δίνει αποτέλεσμα λείο και είναι ιδανική για την κατασκευή δαπέδων. Σχεδιάζουμε την σύνθεσή μας σε βαμβακερό ύφασμα (κάμποτο) με ανάστροφη όμως φορά. Η τεχνική αυτή μας δίνει την δυνατότητα να δουλέψουμε το έργο μας πολλές ημέρες και να κάνουμε όσες διορθώσεις προκύψουν. Αφού στερεώσουμε σε μια επίπεδη επιφάνεια και τεντώσουμε καλά το ύφασμα, ξεκινάμε επάνω σε αυτό την ψηφοθέτηση, που γίνεται  με τη χρήση αραιωμένης κόλλας PVA. Προκειμένου η κατασκευή μας να γίνει φορητή,  ένα τελάρο στις διαστάσεις του έργου, με πλαστικό πλέγμα ή φιλέ από ανοξείδωτο αλουμίνιο, εξασφαλίζει μεγαλύτερη σταθερότητα στο ψηφιδωτό μας. Έχοντας ολοκληρώσει την ψηφοθέτηση, τοποθετούμε το τελάρο γύρω από το ψηφιδωτό και ρίχνουμε το κονίαμα στην πίσω πλευρά του έργου, καλύπτοντας το ύψος του τελάρου. Το αφήνουμε να στεγνώσει για αρκετές ημέρες και γυρίζουμε το έργο από την άλλη πλευρά. Με ζεστό νερό  και πλαστικές βούρτσες, αφαιρούμε το πανί, πλένουμε καλά την ψηφιδωτή επιφάνεια  από τα υπολείμματα της κόλλας και όπου παρατηρούμε κενά ανάμεσα στους αρμούς των ψηφίδων, συμπληρώνουμε με το υλικό του κονιάματος (στοκάρισμα).

Κονίαμα ονομάζουμε την ανάμιξη μιας υδραυλικής ή αερικής κονίας (ανάλογα με το αν αποκτά τις ιδιότητές της με τη βοήθεια του νερού ή/ και του αέρα) μαζί με αδρανή υλικά και την προσθήκη νερού. Το τελικό μείγμα, σαν πυκνότητα, θα πρέπει να έχει μια ισορροπία, ώστε ο πολτός να μην μας δυσκολεύει ιδιαίτερα κατά την ανάμιξη.  Η χρήση του ασβεστοπολτού ή της υδραυλικής ασβέστου μαζί με άμμο (ποταμίσια ή νταμαρίσια) και την προσθήκη τουβλόσκονης ή/ και θηραϊκή γης, (κοσκινισμένα), παραμένει συνταγή κονιάματος άριστης αντοχής και απόδοσης. Συνήθως η αναλογία κυμαίνεται στο 1:3 κονίας και αδρανών υλικών. Η ανάμιξη που περιλαμβάνει πολτό ασβέστη, κοσκινισμένη άμμο και τουβλόσκονη χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαία ήδη χρόνια και είναι το λεγόμενο ‘κουρασάνι’. Στα σύγχρονα ψηφιδωτά έργα ευρέως διαδεδομένη είναι και η χρήση του λευκού τσιμέντου στη θέση της κονίας. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην επιλογή υλικού του τελάρου, όταν έχουμε κονιάματα με βάση την άσβεστο, καθώς οξειδώνει και διαλύει τα μεταλλικά στοιχεία.

 

Το ψηφιδωτό δικαίως θεωρείται η τέχνη της αιωνιότητας. Λίθοι και βότσαλα, πετράδια και γυαλί, παρμένα σχεδόν αποκλειστικά από τα σωθικά της φύσης, αναδεικνύουν με την απεριόριστη χρωματική και εκφραστική τους δυνατότητα την ομορφιά της τέχνης του ψηφιδωτού και μαρτυρούν την μεγάλη αντοχή τους ανά τους αιώνες.          

 

  Όλγα Κολέφα

  Ψηφιδογράφος-Συντηρήτρια Έργων Τέχνης και Αρχαιοτήτων