Κάθε εβδομάδα, στη σελίδα facebook του Συλλόγου μας: Σύλλογος ΚΑΤ Αγίου Νικολάου,
παρουσιάζουμε ένα έργο τέχνης με την επισήμανση: «Το Έργο
Τέχνης της Εβδομάδας».
Από την ενότητα
αυτή ξεχωρίζουμε τρεις δημιουργίες σπουδαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. Μέσα από δημιουργίες
σαν κι αυτές, η νεοελληνική τέχνη κατόρθωσε να πιάσει τον διεθνή βηματισμό και
να σταθεί αυτόφωτη σε θέση πρωταγωνιστική.
Γιάννης Τσαρούχης, Ποδηλάτης
μεταμφιεσμένος σε τσολιά, μ’ ένα ναό δεξιά κάτω, 1936,
λάδι σε πανί, 34,5
x 29 εκ., Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
Ο Τσαρούχης, γεννημένος στον Πειραιά το 1910, βρίσκεται για πρώτη φορά
στο Παρίσι, νεαρός, το 1935. Εκεί, ένα χρόνο αργότερα και μέχρι να επιστρέψει
στην Αθήνα, δημιουργεί τη σειρά Ποδηλατών
του. Έργο της σειράς αυτής είναι ο «Ποδηλάτης
μεταμφιεσμένος σε τσολιά, μ’ ένα ναό δεξιά κάτω». Σημαντικό εφόδιο για τον
ζωγράφο, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η αθωότητα της όρασής του. Τον ενδιαφέρει η
αξία της ομορφιάς στη ζωή, που ξεπερνά ακόμη και αστείες καταστάσεις, σαν την
αμφίεση του ποδηλάτη στον πίνακά του.
Μέσα από τον Ποδηλάτη γίνεται φανερή η επιδίωξή του να αφομοιώσει
μηνύματα της ευρωπαϊκής τέχνης, που δέχεται κατά την παραμονή του στη γαλλική
πρωτεύουσα, με στοιχεία της πλούσιας ελληνικής παράδοσης. Άλλωστε τούτο είναι
και το γενικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι ζωγράφοι της Γενιάς του ’30, ο
καθένας με τον ξεχωριστό τρόπο του προσωπικού του ύφους. Ο Ποδηλάτης, με ευκρινείς ελληνοκεντρικές αναγνώσεις, διαμορφώνει μια
εσωτερική εικαστική δομή, ακολουθώντας τη λογική του καλλιτέχνη σε μια σχέση με
τα εξωτερικά αντικείμενα πέρα από την απτή πραγματικότητα.
Ο νεαρός ποδηλάτης του πίνακα κινείται ορμητικά, αφήνοντας όλο και πιο
πίσω τον αρχαιοπρεπή ναό στα δεξιά, πιθανώς τον Παρθενώνα, που ο Τσαρούχης αποτυπώνει
αδρά αλλά συνάμα ευκρινώς, με λίγες απλές πινελιές. Με την ελληνική παραδοσιακή
φορεσιά του να ανεμίζει, η μορφή του ποδηλάτη καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος
του οπτικού πεδίου του θεατή. Η φιγούρα του νέου άνδρα υποτάσσει τα άλλα
στοιχεία της σύνθεσης, χαρακτηριστικό στην τέχνη του ζωγράφου που παγιώνεται σε
σύμβαση. Ο Τσαρούχης έχει μια περιπαικτική διάθεση στον πίνακά του. Η
πατριωτική σήμανση που αντιπροσωπεύει η φουστανέλα, θα ταίριαζε με ένα
τσιγκελωτό και όχι με ένα αμυδρό και λεπτό μουστακάκι στο πρόσωπο του νέου. Με
τον αυθορμητισμό του νέου που φορά ότι θέλει , ένα ευρωπαϊκό παπούτσι και μια
παραδοσιακή φορεσιά, ο ζωγράφος φέρνει κοντά, αταίριαστες στην ατόφια τους
μορφή, δύο καλλιτεχνικές αντιλήψεις· τη σύγχρονη ευρωπαϊκή και την λαϊκότροπη
ελληνική. Το ηθογραφικό υπόβαθρο του πίνακα, εναρμονίζεται με την πεποίθηση του
Τσαρούχη για μεταφορά στη ζώσα πραγματικότητα των αξιών του παρελθόντος και της
παράδοσης.
Ο Τσαρούχης συνδυάζει τις διδαχές των δύο δασκάλων του, με τις
διαφορετικές αφετηρίες και αναζητήσεις τους. Από τον Παρθένη αναδεικνύει την
αξία του σχεδίου ως κύρια δομή του έργου και καλλιεργεί το χρώμα του. Από τον
Κόντογλου αποπνέει η βαθιά γνώση για τη βυζαντινή ζωγραφική με την αφαιρετική
τάση της. Η ανακάλυψη εκ νέου του Βυζαντίου είναι για τον ίδιο τον Τσαρούχη το
κλειδί της κατανόησης των ιμπρεσιονιστών και του Paul Cezanne (1839-1906) από τους Έλληνες καλλιτέχνες της δεκαετίας
του ’30. Αυτή είναι και η αφετηρία του για την έκφραση αμφιβολίας προς τους δύο
δασκάλους. Με μεγάλη επίδραση από έργα του Henri Matisse (1869-1954), εκφράζει και αυτός
πάθος για καθαρό χρώμα και φως μέσο μιας γαλήνιας ζωγραφικής με κέντρο την
ανθρώπινη φιγούρα. Όπως και άλλοι νεαροί καλλιτέχνες του καιρού του,
πειραματίζεται και μετατοπίζει το ενδιαφέρον στην εσωτερική οργάνωση του πίνακα
στην αναζήτηση μιας μορφικής ελευθερίας όπου προέχει μια νέα πλαστική
μεταχείριση των θεμάτων σχηματοποιημένων με έντονο χρώμα που ορίζεται από
καθαρό περίγραμμα.
Το μπλε παράθυρο (1913) του Matisse δίπλα στον Ποδηλάτη
του Τσαρούχη.
Ο Τσαρούχης, στην πρώτη φάση της
πορείας του, διαμορφώνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μιας τέχνης
μοντερνιστικής. Η παραστατική ζωγραφική με ανθρωποκεντρική θεματική και
στοιχεία ιστορικής βάσης καθορίζουν τους προσανατολισμούς του. Αυτοί
διατηρούνται και αργότερα, κατά τη μεταμοντερνιστική φάση της σταδιοδρομίας
του, στη δεκαετία του 1960, σε μια εποχή στην οποία ο πρεσβύτερος πλέον
Τσαρούχης, εξακολουθεί να έχει μεγάλη επιρροή στα καλλιτεχνικά δρώμενα.
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Σπίτια
της Αθήνας το σούρουπο, 1927-1928, λάδι σε μουσαμά, 60,5 x 105 εκ., δωρεά του καλλιτέχνη, Εθνική
Πινακοθήκη
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, γεννημένος στην Αθήνα το 1906, βρίσκεται να
παρακολουθεί μαθήματα στο εργαστήριο του Παρθένη, όντας ακόμη μαθητής Γυμνασίου.
Ολοκληρώνει το σχολείο στο Παρίσι και από το 1922 ως και το 1934 γίνεται τόπο
διαμονής του. Σπουδάζει φιλοσοφία και συνεχίζει να διδάσκεται τη ζωγραφική
τέχνη δίπλα στον Roger Bissiere
(1886-1964), οπαδό της εκδοχής του Κυβισμού που εισάγει ο Georges Braque (1882-1963). Ο
χαράκτης Δημήτρης Γαλάνης (1882-1966), του οποίου τη σχεδιαστική δεινότητα
θαυμάζει ο Τσαρούχης, είναι επίσης δάσκαλος του Γκίκα.
Τα ποικίλα ενδιαφέροντά του ανοίγουν νέους δρόμους αναζήτησης και
καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο Γκίκας είναι ζυμωμένος στα μεγάλα κινήματα του 20ου
αιώνα που γνωρίζει στο Παρίσι. Με έκδηλο ενδιαφέρον για τη λαϊκή και βυζαντινή
παράδοση που γνωρίζει από τους Έλληνες δασκάλους, προσπαθεί να μετουσιώσει όλες
του τις προσλήψεις σε ένα έργο πρωτοποριακό.
Ο Γκίκας ξεκινά να δημιουργεί στο Παρίσι το 1927. Σε μια επίσκεψή του
στην Αθήνα, συστήνεται στο αθηναϊκό κοινό το 1928, στην Αίθουσα Στρατηγοπούλου,
την πρώτη γκαλερί σε λειτουργία από το 1925 που μέχρι το 1947 είναι και η
μοναδική. Το κοινό είναι ιδιαίτερα συντηρητικό. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1927,
επιφυλάσσει μαζική αρνητική αντίδραση στην Ερασμία Μπερτσά (1900-1956), την
πρώτη στην Ελλάδα με κυβιστικά έργα. Η «μετακυβιστική» πρόταση του Γκίκα,
προϋποθέτει περίσσια τόλμης. Η γεωμετρική οπτική του καλλιτέχνη με σχηματοποιημένες
μορφές που θυσιάζει μέρος των εξωτερικών χαρακτηριστικών, έχει ικανοποιητική
αποδοχή καθώς ανάγεται σε αυτόχθονα πρότυπα.
Το έργο «Σπίτια της Αθήνας το
σούρουπο», δημιουργείτε σε μια περίοδο (1927-1928) όπου το ενδιαφέρον
επικεντρώνεται στην ανάδειξη των αρχαίων και νεοκλασικών μνημείων. Ο Γκίκας
κατορθώνει μέσα στο έργο να δώσει μια εικόνα μετάβασης στην οικιστική ανάπτυξη
της πόλης. Δίνεται η αίσθηση της συνύπαρξης κτηρίων από το παρελθόν και το τότε
παρόν. Η παράθεση επάλληλων επιπέδων της σύνθεσης με καθ΄ ύψος ανάπτυξη των
κτηρίων, είναι στοιχεία χαρακτηριστικά του ζωγράφου. Αρέσκεται να δημιουργεί
μια σιωπή σε ένα χώρο ακατοίκητο, έρημο από ανθρώπινη παρουσία. Ο πλάγιος
φωτισμός στα κτήρια και το λόφο με το βαθύ μπλε του ουρανού υποβάλλουν το
δειλινό. Το χρώμα λειτουργεί ως μέσο αρχιτεκτονικό. Κάνει τον θεατή να
αναλογιστεί, να φανταστεί πως στέκει κι αυτός σε ένα παράθυρο της πόλης.
Η αντίληψη στην σύνθεση έχει μια τοιχογραφική μνημειακότητα. Η γεωμετρική
διάταξη με το αυστηρό περίγραμμα και την αντίστροφη προοπτική, είναι γνώριμα
από τη βυζαντινή και τη λαϊκότροπη παράδοση. Ο Γκίκας προσπαθεί να αφουγκραστεί
και να προβάλλει τις ρίζες της παράδοσης, αλλά με τρόπο εντελώς διαφορετικό από
τον Κόντογλου. Για τον ίδιο, η ελληνικότητα δεν έγκειται στο θέμα αλλά στον
τρόπο που ο καλλιτέχνης το μεταχειρίζεται. Ομολογεί άλλωστε πως αφετηρία του
είναι ο κυβισμός από τον οποίο διαρκώς απομακρύνεται.
Το τσάι (1919) του Matisse και το αντίγραφο
(κάρβουνο σε χαρτί, Μουσείο Μπενάκη) που έφτιαξε ο Γκίκας για το έργο που τον
συγκλόνισε.
Οι κυβιστικές επιρροές από τον Braque και τον Pablo Picasso (1881-1973) στην αρχιτεκτονική και ρυθμική οργάνωση τον
οικοδομημάτων, είναι έκδηλες. Ένας κυβισμό όμως με τη διαφάνεια του μεσογειακού
απογευματινού φωτός που αποπνέει ποιητική ανησυχία της ψυχικής αναζήτησης, με
μια αίσθηση υπερρεαλιστικής διάστασης. Η χρήση του χρώματος θυμίζει Matisse, με τη βαθιά εντύπωση
και το θαυμασμό που προκάλεσε στον Γκίκα όταν, μικρό παιδί ακόμη στο Παρίσι,
πρωταντίκρισε έργο του Γάλλου καλλιτέχνη.
Ο Γκίκας τόσο ως μέλος της Ομάδας Τέχνη (1930), πρωτεργάτης του
καλλιτεχνικού περιοδικού Τρίτο Μάτι (1935-7) και καθηγητής ελεύθερου σχεδίου
στην Αρχιτεκτονική του Πολυτεχνείου (1941), όσο και ως σπουδαίος καλλιτέχνης
στην πορεία της ζωής του, συμβάλει στην τεχνική, υφολογική και αισθητική
ανανέωση της παραστατικότητας στη νέα ελληνικής τέχνη. Αφήνει το σημάδι του και
τον δρόμο για το μη παραστατικό, ανοικτό για νέους καλλιτέχνες που θα τολμήσουν
να πάνε πιο πέρα και να μην συμβιβασθούν με όσα το κοινό απαιτεί.
Γιάννης Σπυρόπουλος, Ελιές (1948-1949),
λάδι σε μουσαμά 60 x 80 εκ.,
Συλλογή Τ. Παπαχρηστοπούλου
Ο Γιάννης Σπυρόπουλος είναι ο κλασικός Έλληνας ζωγράφος του μη
παραστατικού ιδιώματος. Ο δρόμος που διανύει όμως για να φτάσει εκεί που
επιθυμεί, είναι μακρύς και εξελικτικός.
Ο Σπυρόπουλος γεννιέται στην Πύλο το 1912ρίσκεται με υποτροφία στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του κατά
τα έτη 1938-1940, έχοντας κερδίσει το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό της Ακαδημίας
Αθηνών. Αν και έχει την ίδια σχεδόν
ηλικία με τους ζωγράφους της Γενιάς του ’30, ακόμη και στα πρώιμα μεταπολεμικά
του έργα, δείχνει να μην τον απασχολούν οι ελληνοκεντρικές αναζητήσεις.
Για τον καλλιτέχνη σημασία έχει η
έκφραση του αντιληπτού κόσμου μέσω τις τονικής ιδιότητας του χρώματος. Η φύση
τον συγκινεί και η δημιουργική του ενέργεια κινείται προς τη σφαίρα της χαράς
της δημιουργίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, επιδίωξή του αποτελεί το άγγιγμα των
συνόρων ενός νέου ζωγραφικού κόσμου, μέσα από τη συνεχή εξέλιξη της προσωπικής
του τεχνικής.
Στην προσπάθεια εξέλιξης
του καλλιτέχνη, από τη ρεαλιστική περιγραφή προς την ελεύθερη υποκειμενική
διατύπωση, εντάσσεται το έργο με τίτλο «Ελιές»
(1948-9).
Ο Σπυρόπουλος ακολουθεί έναν εσωτερικό και πολύ προσωπικό δρόμο προς την
εξπρεσιονιστική αφαίρεση. Το βλέμμα του είναι στραμμένο στο φυσικό περιβάλλον
σε συνδυασμό με τα ανθρώπινα έργα που περιέχονται σε αυτό. Η συστάδα των
δένδρων και το μικρό οίκημα, στο κέντρο περίπου της σύνθεσης, τείνουν να
μετασχηματισθούν ιδεαλιστικά μέσα από την ανάδειξη της γεωμετρικής σύστασης των
μορφών τους. Υπάρχει κάτι το μεταφυσικό και γήινο ταυτόχρονα, που δεν είναι
τυχαίο. Οι διαγώνιες σκιές και το αντιρεαλιστικό κόκκινο χρώμα στους κορμούς
των δένδρων, κινείται πέρα από την εξωτερική περιγραφή των μορφών. Ο
μετασχηματισμός του τοπίου σε δυναμική γεωμετρική κατασκευή, η αυτονομία του
χρώματος και της φόρμας με απώθηση λεπτομερειών, αναδεικνύουν μια αφηγηματική ερμηνεία της
εσωτερικής λειτουργίας των αντικειμένων. Το εκφραστικό περιεχόμενο στην
ισορροπημένη οργάνωση της σύνθεσης, συλλαμβάνεται με παράγοντα καθοριστικό το
χρώμα.
Η έμφαση στη λιτή οργάνωση του έργου
είναι ελεύθερη και αρκετά προσωπική. Φανερώνει μια αφομοίωση των κατακτήσεων
του Cezanne, σε μια
χρονική περίοδο που ο Σπυρόπουλος δέχεται τις επιδράσεις στην καλλιτεχνική
έκφραση τόσο του πρώτου, όσο και των Matisse και Picasso. Το έργο, όπως και
άλλα μεταιχμιακά του καλλιτέχνη, δίνει την εντύπωση ενός ζωντανού οργανισμού
που αναπτύσσεται με ανεξάντλητες και εναλλακτικές μορφοπλαστικές δυνατότητες.
Κινείται μακριά από το πεδίο των εθνικών σημάνσεων, όπως και αρκετοί Έλληνες
καλλιτέχνες μεταπολεμικά.
Ο Σπυρόπουλος όμως είναι ο
καλλιτέχνης που με θάρρος προχωρά προς την ολοσχερή αυτονόμηση της ζωγραφικής
από το αντικείμενο. Ξεκινά με έναν τύπο εξπρεσιονιστικού υπαιθρισμού και
ανακαλύπτει τη δίοδο που οδηγεί στην Αφαίρεση.
Η θέα μέσα από τα δένδρα (1897) του Cezanne (κοινές αναφορές
με Ελιές του Σπυρόπουλου), και στα δεξιά ο βραβευμένος Χρησμός (1960)
του Σπυρόπουλου.
Από το 1950 και μετά η φόρμα του
σχηματοποιείται δραστικά. Η ζωγραφική του αρχίζει να εγκαταλείπει την απόδοση
της οπτικής πραγματικότητας και μεταφέρει τον φυσικό κόσμο σε μια νέα περιοχή
με νέα γλώσσα έκφρασης. Ο ίδιος δηλώνει πως σαν κάθε άνθρωπο, παλεύει να βρει
τον δρόμο της αλήθειας και νιώθει πως από το 1960 και μετά βρίσκει γενικότερη
ανταπόκριση. Χάρη στην αμιγώς αφηρημένη του γραφή, βρίσκεται να είναι υποψήφιος
για το βραβείο Γκούγκενχάιμ της Νέας Υόρκης το 1958, ενώ το 1960 γίνεται ο
πρώτος Έλληνας που βραβεύεται στη Μιενάλε της Βενετίας με το βραβείο Unesco, με το έργο του
Χρησμός. Είναι η δικαίωση για τον κορυφαίο της ελληνικής αφηρημένης ζωγραφικής.
Βασίλειος Μπακάλης
Συντηρητής Αρχαιοτήτων
και Έργων Τέχνης